- εὐδές
- εὐδές (post εὐετηρία) · εὔυπνον, εὐήνεμον, Hsch. (fort. εὐαές).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλδοτριόζες — οι Χημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια αλδεΰδομάδα ( CH = Ο) και δύο υδροξύλια ( ΟΗ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλδ[εΰδες] + τρι < τρις < τρεις + κατάλ. όζες, πληθ. του όζη] … Dictionary of Greek